ἀμφορίτης

ἀμφορίτης
ἀμφορ-ίτης [pron. full] [ῑ] ἀγών, , race
A run by bearers of amphorae, and of which an amphora was prize, Call.Fr.80 (ap.Sch.Pi.O.7.156);

ἀμφιφορίτης EM95.3

.
II keptin ἀμφορεῖς, [ἔλαιον] PSI5.535.31 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀμφορίτης — ἀμφορί̱της , ἀμφορίτης run by bearers of amphorae masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφορέας — Αγγείο με δύο λαβές (ή ώτα, γι’ αυτό ονομαζόταν και δίωτος ή δίωτος στάμνος) και σχήμα ωοειδές, λιγότερο ή περισσότερο μακρύ, από πηλό αλλά και από χαλκό, ασήμι, μάρμαρο, αλάβαστρο ή και γυαλί. Υπάρχουν α. που είναι πραγματικά έργα τέχνης. Άλλη… …   Dictionary of Greek

  • ἀμφορίτῃ — ἀμφορί̱τῃ , ἀμφορίτης run by bearers of amphorae masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”